μισθοδοσίας

μισθοδοσίας
μισθοδοσίᾱς , μισθοδοσία
payment of wages
fem acc pl
μισθοδοσίᾱς , μισθοδοσία
payment of wages
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιερόθεος — I Όνομα ιεραρχών της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μητροπολίτης Μονεμβασίας (16ος αι.). Ήταν μαθητής του Θεοφάνη Ελεαβούλκου και δάσκαλος του πατριάρχη Ιερεμία του Τρανού, τον οποίο υπερασπίστηκε με σθένος στα χρόνια του διωγμού του. Όταν το 1579 …   Dictionary of Greek

  • μισθοδοσία — η (Α μισθοδοσία) [μισθοδότης] καταβολή μισθού, πληρωμή (α. «πίνακας μισθοδοσίας» β. «μισθοδοσία τῶν ξένων», Ξεν.) νεοελλ. το σύνολο τών μηνιαίων απολαβών εργαζόμενου προσώπου, απολαβές, μισθός, αποδοχές …   Dictionary of Greek

  • πακτάριος — πακτάριος, ὁ (Α) πιθ. υπάλληλος μισθοδοσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pactum «συνθήκη, συμφωνία»] …   Dictionary of Greek

  • Κούλιτζ, Κάλβιν — (Calvin Coolidge, Πλίμουθ, Βερμόντ 1872 – Νορθάμπτον, Μασαχουσέτη 1933). Αμερικανός πολιτικός, 30ός πρόεδρος των ΗΠΑ (1923 29). Φοίτησε στο Άμχερστ, όπου σπούδασε νομικά. Από το 1897 άρχισε να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα, στο οποίο και… …   Dictionary of Greek

  • μισθοδοσία — η η καταβολή του μισθού στους εργαζόμενους: Είναι υπεύθυνος μισθοδοσίας σε μια επιχείρηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”